στριγγίζω

στριγγίζω
ΝΜ και στριγκίζω Ν, και οτρεγγίζω Μ
στριγγλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρίγξ*, στρίγγα «κουκουβάγια»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στριγγλίζω — και στριγκλίζω και στριγλίζω Ν 1. φέρομαι σαν στρίγγλα, είμαι δύστροπος, μοχθηρός 2. κραυγάζω με οξεία και διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα* (βλ. και λ. στριγγίζω, στρίγξ)] …   Dictionary of Greek

  • στριγγός — και στριγκιός, ιά, ιό και στριγκός, ή, ό, Ν (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. στριγγίζω*] …   Dictionary of Greek

  • στριγγλίζω — στριγγλίζω, στρίγγλισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: στριγγλίζω : από το μεσαιωνικό στριγγίζω < αρχ. στριγξ (νυχτοκόρακας). Σύμφωνα με άλλη άποψη, προέρχεται από τη στρίγκλα < λατιν. strigula …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”